άδειχτος

άδειχτος
-η, -ο
άγνωστος, άσημος: Τον πείραζε που ήταν ακόμη άδειχτος στην ιδιαίτερη πατρίδα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άδειχτος — η, ο [δείχνω] άδεικτος* …   Dictionary of Greek

  • άδεικτος — και άδειχτος, η, ο (Α ἄδεικτος, ον) [δεικνύω, δείχνω] νεοελλ. αυτός που δεν δείχτηκε ή δεν μπορεί να δειχτεί, αφανέρωτος, άγνωστος αρχ. (για τον Θεό) αόρατος, αφανής, άγνωστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”